Υπάρχουν κάποια συνθήματα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα που αντέχουν στο χρόνο και μένουν εκεί αναλλοίωτα, να επαναλαμβάνονται μονότονα, αγνοώντας πεισματικά τα χρόνια που περνούν και τις εποχές που μαζί τους αλλάζουν.
Ένα από τα πιο δημοφιλή από αυτά είναι το «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και ένα άλλο το «βία στη βία της εξουσίας». Το πρώτο χρησιμοποιείται μονότονα στις διαδηλώσεις, κάθε φορά που κάνουν την εμφάνισή τους τα ΜΑΤ, από το 1975 μέχρι και σήμερα, τριανταπέντε χρόνια μετά. Το δεύτερο είναι το σύνθημα-άλλοθι κάθε πράξης βίας (ή τέλος πάντων, αντιβίας) των αντιεξουσιαστών που καταφεύγουν στη βία (ή τέλος πάντων, στην αντιβία) και τους οποίους θα λέμε πρόχειρα «αντι-βιαστές», για να τους ξεχωρίσουμε από τους υπόλοιπους.
Δεν θα επιμείνουμε στο πρώτο σύνθημα, μιας και είναι περιορισμένης εμβέλειας, αφού στοχοποιεί μόνο τους «μπάτσους» και χρησιμοποιείται ειδικά κατά την εμφάνισή τους στις διαδηλώσεις, αντί χειροκροτήματος. Θα αναλύσουμε το δεύτερο, αφού η γενικόλογη φύση του το κάνει καταλληλότερο για ένα άρθρο περί πολιτικής βίας.
Το «βία στη βία», που φωνάζει το συγκεκριμένο σύνθημα, δια-δηλώνει μια συμμετρία, όπου το κακό απαντιέται με το κακό, προφανώς για να το εξουδετερώσει και να επιτρέψει μετά το καλό να κυριαρχήσει (αφού δεν θα μένει άλλο κακό στον κόσμο). Επικαλείται, δηλαδή, τον πασίγνωστο μαθηματικό κανόνα όπου «δύο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση».
Χωρίς να θέλω να μπω στα χωράφια των μαθηματικών, νομίζω ότι ο προαναφερθείς κανόνας ισχύει υπό κάποιες προϋποθέσεις, είναι δηλαδή σχετικός. Παρόλα αυτά, το «βία στη βία της εξουσίας» εκφέρεται απόλυτα από τους αντι-βιαστές, σαν ο ύστατος και απόλυτος κανόνας που θα επαναφέρει τη συμπαντική τάξη και συμμετρία στον κόσμο των ανθρώπων, τον κυριαρχημένο από τη βία της εξουσίας, τον οποίο αυτοί με την αντι-βία τους θα τον φέρουν στα ίσα.
Εδώ, δεν θα καυτηριάσω τις μεσσιανικές φαντασιώσεις των αντι-βιαστών και τις χριστιανικές τους καταβολές, όπου Αυτοί, ως εκλεκτοί του Θεού, σκοπεύουν να σώσουν τους ανθρώπους από τη βία της εξουσίας (ή αλλιώς το Διάβολο), μιας και οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα καταφέρουν μόνοι τους, επειδή μάλλον είναι καταδικασμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο Αυτοί, οι εκλεκτοί, γλύτωσαν, από τη στιγμή που η Θεία Χάρις τούς ευλόγησε να γίνουν επαναστάτες, αντί να τελειώσουν την Οδοντιατρική.
Αντίθετα, θα συμφωνήσω υπέρ των πράξεων συμμετρίας και θα συμμεριστώ το σύνθημα «βία στη βία της εξουσίας», εφόσον αυτό υπόσχεται τάξη και αρμονία, δικαιοσύνη και ελευθερία, και όλα τα καλά, στον κόσμο των ανθρώπων.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, την πολλά υποσχόμενη συμμετρικότητα αυτού του συνθήματος στην πράξη.
Πρώτα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για ποια εξουσία μιλάμε και ποια βία αυτή χρησιμοποιεί, για να της απαντήσουμε με το ίδιο νόμισμα. Η ιουδαϊκή ρήση (στην οποία βασίζεται το εν λόγω σύνθημα) λέει «δους αντί οδόντος», δηλαδή, «μου έβγαλες μάτι, θα σου βγάλω μάτι», όχι θα σου τραβήξω το αυτί. Πρέπει να απαντάμε, λοιπόν, με το ίδιο νόμισμα και να χτυπάμε στο ίδιο σημείο, αλλιώς δεν «μετράει».
Ο καταγωγικός προσδιορισμός της εξουσίας και το κατά πόσο αυτή επιβλήθηκε στους ανθρώπους από έξω (από κάποιον «καταραμένο όφη») ή υπήρξε προϊόν των ίδιων των ανθρώπων, μπορεί να μας εμπλέξει σε φιλοσοφικά ερωτήματα, του είδους αν έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα, που δεν είναι επί του παρόντος.
Ας μείνουμε στην «εξουσία» που ο πολύς κόσμος καταλαβαίνει ως τέτοια, δηλαδή μία κατάσταση ισχύος στην οποία βρίσκονται κάποιοι, είτε ως «λειτουργοί» της εξουσίας - όταν η εξουσία είναι δημόσια -, είτε ως ιδιοκτήτες της εξουσίας - όταν η εξουσία είναι μεν ιδιωτικής φύσεως, αλλά δημόσιας χρήσεως, (όπως όταν κάποιοι ιδιώτες έχουν στα χέρια τους τόσο μεγάλη ισχύ, που να επιβάλλονται στους υπόλοιπους, χωρίς να χρειάζονται κάποιο δημόσιο λειτούργημα).
Σε αυτές τις δύο χονδρικές μορφές εξουσίας, τη δημόσια και την ιδιωτικο-δημόσια, μπορούμε να παραθέσουμε μια σειρά από άλλες εξουσίες, κάθε φύσεως (από την εξουσία του γονιού πάνω στα παιδιά του, μέχρι της γκόμενας πάνω στον καψούρη της), αλλά θα μείνουμε σε αυτές τις δυο, μιας και το θέμα μας είναι η πολιτική βία, αυτή δηλαδή που ασκείται δημόσια.
Η ανάγκη συμμετρικού και αποτελεσματικού χτυπήματος στη βία της εξουσίας μάς αναγκάζει επίσης να είμαστε σύγχρονοι, να την εντοπίσουμε στη σημερινή εποχή, όπως αυτή, δηλαδή, μας «βιάζει» σήμερα και όχι όπως μας παλούκωνε επί τουρκοκρατίας ή μας έριχνε στα μπουντρούμια της ΕΑΤ/ΕΣΑ επί δικτατορίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι πολλοί από τους αντι-βιαστές αντιδρούν με καθυστερημένα αντανακλαστικά στην αλλαγή των εποχών και φέρονται ακόμη ως «ηρωικοί έγκλειστοι του Πολυτεχνείου», χωρίς να είναι πλέον περικυκλωμένοι από τανκς, αλλά από τις μποτιλιαρισμένες Πατησίων και Στουρνάρη.
Η επικαιρότητα των αντιδράσεών μας είναι σημαντική, αν θέλουμε να επιφέρουμε συμμετρικά χτυπήματα στη βία της εξουσίας, που να την εξουδετερώσουν. Ο α-συγχρονισμός μας με την εποχή που ζούμε μπορεί να μας οδηγήσει σε δονκιχωτικές ψευδαισθήσεις και να μας κάνει να «την πέφτουμε» σε ανεμόμυλους, νομίζοντας ότι είναι πύργοι. Αυτό εμπεριέχει το σοβαρό κίνδυνο να την πληρώνουν άλλοι (ήτοι, οι ανεμόμυλοι) από αυτούς που πρέπει (δηλαδή, οι πύργοι).
Σήμερα, στην Ελλάδα, συμβαίνει να έχουμε το συνταγματικά κατοχυρωμένο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με όποιον ατελή τρόπο και αν αυτό λειτουργεί, παραμένει μια μορφή δημοκρατίας, η οποία διαφέρει ριζικά από τη δικτατορία, τη βασιλεία, τη φεουδαρχία κι άλλα αυταρχικά πολιτεύματα, που μαθαίνουμε στο σχολείο.
Στη κοινοβουλευτική δημοκρατία, οι δημόσιοι λειτουργοί της εξουσίας εκλέγονται από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων ή διορίζονται από τους εκλέκτορές της. Δεδομένου ότι και το ίδιο το σύνταγμα θα μπορούσε να αλλάξει, αν συμφωνούσαν τα δύο τρίτα των εκλεκτόρων, είναι εμφανές ότι η φύση της δημόσιας εξουσίας, όπως εφαρμόζεται στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, αποφασίζεται από την πλειοψηφία του λαού.
Ανάλογα, η βία που αυτή η εξουσία χρησιμοποιεί, για να επιβάλλει τις αποφάσεις της έχει τη σιωπηρή ή φωναχτή συγκατάθεση των πολλών, οι οποίοι κρίνουν τις πράξεις των δημόσιων εξουσιαστών τους και αποφασίζουν ανά τετραετία αν θα τους αλλάξουν ή αν θα τους κρατήσουν, και τι λογιών εξουσία επιθυμούν. Μυαλό έχουν και κρίνουν.
Μπορεί οι αποφάσεις της πλειοψηφίας να μη μας αρέσουν και να θεωρούμε την κρίση των πολλών καθοδηγημένη, ενώ αυτούς τους ίδιους ανόητους, αλλά, αυτοί τελικά αποφασίζουν, άρα αυτοί – οι πολλοί – είναι οι υπεύθυνοι για τη μορφή της δημόσιας εξουσίας σήμερα και της όποιας βίας αυτή χρησιμοποιεί.
Τώρα προκύπτει το εξής ερώτημα. Αν η βία της σημερινής εξουσίας μας ενοχλεί, τότε ποιους πρέπει να δείρουμε για αυτό; Αυτούς που την ασκούν ή αυτούς που τους εκλέγουν για να την ασκούν; Αν χτυπήσουμε τους πρώτους, οι άλλοι, απλά, θα τους αντικαταστήσουν. Άρα, πρέπει να στοχεύσουμε στους πολλούς, για να καταφέρουμε συμμετρικό χτύπημα στη βία της εξουσίας. Πώς όμως θα τους αντι-βιάσουμε όλους αυτούς;
Κανονικά, για να είμαστε συμμετρικοί, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια μέσα βίας που χρησιμοποιεί η εξουσία της πλειοψηφίας, δηλαδή, την αστυνομία και τη φυλακή. Οπότε, πρέπει να τους συλλάβουμε όλους και να τους κλείσουμε μέσα για βλακεία, ας πούμε, αφού οι ανόητες αποφάσεις τους βιάζουν την ύπαρξή μας, με το να εκλέγουν τους εξουσιαστές που εκλέγουν.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, η μόνη αντι-βία στη βία της εξουσίας που στέκει σήμερα, είναι οι μαζικές συλλήψεις. Δεν ξέρω, βέβαια, πόσο πρακτικό θα ήταν κάτι τέτοιο. Πιθανόν πιο λογικό θα ήταν συνομιλήσουμε με τους πολλούς και να πείσουμε κάποιους από αυτούς για μια άλλη μορφή διακυβέρνησης, που δεν θα βασίζεται στη βία της εξουσίας, ας πούμε.
Το να πείσεις τον κόσμο υπέρ μιας ελευθεριακής κοινωνίας είναι για κάποιο λόγο τόσο δύσκολο που μοιάζει ακατόρθωτο και σχεδόν ουτοπικό, αλλά τουλάχιστον δεν είναι παρανοϊκό, όπως παρανοϊκά είναι τα τυφλά χτυπήματα ενάντια στους μπάτσους, ακόμη και οι εν ψυχρώ δολοφονίες τους, από κάποιους αντι-βιαστές, που νομίζουν ότι «καθαρίζοντας» δύο τρία «γουρούνια» (μπάτσους ή άλλους) θα αλλάξουν τον κόσμο.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, τη μόνη πρακτική δυνατότητα που έχουμε στην εποχή μας για να αλλάξουμε τον κόσμο είναι η πειθώ. Αυτήν τη δυνατότητα χρησιμοποιούν συστηματικά οι άλλοι εξουσιαστές, οι ιδιωτικο-δημόσιοι, για να πείθουν τους πολλούς, ώστε να ψηφίζουν υπέρ των δικών τους συμφερόντων. Το καταφέρνουν εύκολα, ελέγχοντας τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας( ΜΜΕ), που είναι το κλειδί της κοινής γνώμης σήμερα, άρα το κλειδί της ισχύουσας δημοκρατίας.
Τα ΜΜΕ αποτελούν από μόνα τους μια «τέταρτη εξουσία», στην οποία είναι πλέον υπόλογες και οι τρεις εξουσίες, στις οποίες υποδιαιρείται η δημόσια εξουσία (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική). Τα ΜΜΕ έχουν αναδειχθεί στην εποχή μας στην εξουσία των εξουσιών κι έτσι κρατούν τα σκήπτρα της βίας της κάθε εξουσίας, ακόμη και τα σκήπτρα της ίδιας της αντι-βίας.
Οι αντι-βιαστές, με τα καψίματα, τα σπασίματα και τις δολοφονίες τους, παίζουν πρόθυμα το παιχνίδι των ΜΜΕ, και αυτά το δικό τους. Οι αντι-βιαστές διαφημίζουν δωρεάν τις εκδηλώσεις τους στα ΜΜΕ, ενώ παράλληλα τα τροφοδοτούν με το βίαιο θέαμα που αυτά έχουν ανάγκη για τα πρωτοσέλιδά τους και για τις έκτακτες συνδέσεις τους. Οι δύο μαζί σκορπίζουν τον τρόμο στους πολλούς, κάνοντάς τους ακόμη πιο πειθήνιους στις επιταγές του κατεστημένου.
Ειδικά τώρα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και της διάλυσης που αυτή απειλεί να φέρει στην κοινωνία, το κατεστημένο φαντάζει στον κόσμο η μόνη ρεαλιστική πολιτική δυνατότητα και μάλιστα σύγχρονη, συγκρινόμενη με τα παλαιολιθικά συνθήματα της αριστεράς. Ο φόβος της διάλυσης, που συσπειρώνει τους πολλούς γύρω από τους εξουσιαστές τους, επιτείνεται, εντωμεταξύ, από τα «αναρχικά έκτροπα» και την αριστερίστικη «τρομοκρατία», που πρόθυμα παρέχουν στα ΜΜΕ οι ματαιόδοξοι αντι-βιαστές, που φτάνουν ακόμη και να σκοτώσουν για να δημοσιευθεί μια μπροσούρα τους. Τόση φαντασία έχουν.
«Η φαντασία στην εξουσία» είναι ένα άλλο παλιό σύνθημα, που λίγοι όμως κατάλαβαν, αφού θέλει φαντασία να το καταλάβεις, ενώ το «βία στη βία της εξουσίας» φαίνεται να μην τη χρειάζεται. Το να χτυπάς τους μπάτσους ενώ θέλεις να χτυπήσεις την εξουσία, δεν θέλει και πολύ φαντασία. Μάλλον σημαίνει την παντελή έλλειψη φαντασίας, που μαζί με άλλες διανοητικές ελλείψεις, μαζί με την αμορφωσιά, την ασχετοσύνη και τα μετεφηβικά αδιέξοδα, καλλιεργούν το έδαφος για να ξεφυτρώνουν κάθε λίγο και λιγάκι καινούργιοι αντι-βιαστές, όλο και πιο βίαιοι, όλο και πιο απολίτικοι.
Η πολιτική αντι-βία για να είναι πολιτική και συμμετρική, ώστε να εξουδετερώσει τη βία της εξουσίας, πληρώνοντάς την με το ίδιο νόμισμα, θα πρέπει να τη χτυπήσει εκεί όπου αυτή εδράζεται σήμερα, δηλαδή στα ΜΜΕ. Προσοχή, αυτό δεν σημαίνει να πυροβολούμε δημοσιογράφους. Όπως είπαμε, θέλει λίγη φαντασία. Θέλει να βρούμε τρόπους διάδοσης εναλλακτικών ΜΜΕ, ώστε να αναπτύξουμε δικούς μας τρόπους επικοινωνίας και διαλόγου με τους πολλούς, για να τους πείσουμε για την εναλλακτική μας πρόταση (αν έχουμε).
Αντί να σκοτώνουμε, να σπάμε και να καίμε για να μας παίξουν τα κανάλια των εξουσιαστών, θα πρέπει να κάνουμε τα δικά μας κανάλια, τα δικά μας δίκτυα. Έτσι, θα χτυπήσουμε τα μέσα τους με τα μέσα μας και τη βία τους με την δική μας πολιτική αντι-βία, αρκεί να είναι πραγματικά αντι-βίαιη και πραγματικά πολιτική, δηλαδή, να προέρχεται από πολιτική σκέψη και να έχει πολιτική πρόταση.
Τότε, ναι, το «βία στη βία της εξουσίας» μπορεί να μας οδηγήσει κάπου. Τότε, ναι, η οργή μας για το καθεστώς μπορεί και να το γκρεμίσει. Τότε, ναι, από τη χρεωκοπία του μεταπολιτευτικού κατεστημένου, υπάρχει περίπτωση να βγούμε κερδισμένοι.