Μήπως έχουμε παγιδευτεί στο αίτημα της πρωτοπορίας; Μήπως πρέπει να εστιάσουμε πλέον αλλού; Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα για μια ουσιαστική αλλαγή προθέσεων, όπου από τα «ανα» (της ανά-λυσης), «κατα» (της κατ-αγγελίας), «υπο» (της υπο-νόμευσης), να περάσουμε στα «υπερ» (της υπέρ-βασης), «συν» (της σύν-θεσης), «εν» (της εν-θάρρυνσης) και άλλα τέτοια θετικά, που θα δώσουν όραμα και ελπίδα για ένα νέο κόσμο, αφού χορτάσαμε απελπισία για τον παλιό;
Tuesday, September 6, 2011
Η κοινοτυπία της πρωτοτυπίας και η ξεπερασμένη πρωτοπορία.
Μήπως έχουμε παγιδευτεί στο αίτημα της πρωτοπορίας; Μήπως πρέπει να εστιάσουμε πλέον αλλού; Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα για μια ουσιαστική αλλαγή προθέσεων, όπου από τα «ανα» (της ανά-λυσης), «κατα» (της κατ-αγγελίας), «υπο» (της υπο-νόμευσης), να περάσουμε στα «υπερ» (της υπέρ-βασης), «συν» (της σύν-θεσης), «εν» (της εν-θάρρυνσης) και άλλα τέτοια θετικά, που θα δώσουν όραμα και ελπίδα για ένα νέο κόσμο, αφού χορτάσαμε απελπισία για τον παλιό;
Thursday, August 18, 2011
η γαλή του έρωτα
Wednesday, April 20, 2011
βία στη βία της εξουσίας
Ένα από τα πιο δημοφιλή από αυτά είναι το «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και ένα άλλο το «βία στη βία της εξουσίας». Το πρώτο χρησιμοποιείται μονότονα στις διαδηλώσεις, κάθε φορά που κάνουν την εμφάνισή τους τα ΜΑΤ, από το 1975 μέχρι και σήμερα, τριανταπέντε χρόνια μετά. Το δεύτερο είναι το σύνθημα-άλλοθι κάθε πράξης βίας (ή τέλος πάντων, αντιβίας) των αντιεξουσιαστών που καταφεύγουν στη βία (ή τέλος πάντων, στην αντιβία) και τους οποίους θα λέμε πρόχειρα «αντι-βιαστές», για να τους ξεχωρίσουμε από τους υπόλοιπους.
Δεν θα επιμείνουμε στο πρώτο σύνθημα, μιας και είναι περιορισμένης εμβέλειας, αφού στοχοποιεί μόνο τους «μπάτσους» και χρησιμοποιείται ειδικά κατά την εμφάνισή τους στις διαδηλώσεις, αντί χειροκροτήματος. Θα αναλύσουμε το δεύτερο, αφού η γενικόλογη φύση του το κάνει καταλληλότερο για ένα άρθρο περί πολιτικής βίας.
Το «βία στη βία», που φωνάζει το συγκεκριμένο σύνθημα, δια-δηλώνει μια συμμετρία, όπου το κακό απαντιέται με το κακό, προφανώς για να το εξουδετερώσει και να επιτρέψει μετά το καλό να κυριαρχήσει (αφού δεν θα μένει άλλο κακό στον κόσμο). Επικαλείται, δηλαδή, τον πασίγνωστο μαθηματικό κανόνα όπου «δύο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση».
Χωρίς να θέλω να μπω στα χωράφια των μαθηματικών, νομίζω ότι ο προαναφερθείς κανόνας ισχύει υπό κάποιες προϋποθέσεις, είναι δηλαδή σχετικός. Παρόλα αυτά, το «βία στη βία της εξουσίας» εκφέρεται απόλυτα από τους αντι-βιαστές, σαν ο ύστατος και απόλυτος κανόνας που θα επαναφέρει τη συμπαντική τάξη και συμμετρία στον κόσμο των ανθρώπων, τον κυριαρχημένο από τη βία της εξουσίας, τον οποίο αυτοί με την αντι-βία τους θα τον φέρουν στα ίσα.
Εδώ, δεν θα καυτηριάσω τις μεσσιανικές φαντασιώσεις των αντι-βιαστών και τις χριστιανικές τους καταβολές, όπου Αυτοί, ως εκλεκτοί του Θεού, σκοπεύουν να σώσουν τους ανθρώπους από τη βία της εξουσίας (ή αλλιώς το Διάβολο), μιας και οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα καταφέρουν μόνοι τους, επειδή μάλλον είναι καταδικασμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο Αυτοί, οι εκλεκτοί, γλύτωσαν, από τη στιγμή που η Θεία Χάρις τούς ευλόγησε να γίνουν επαναστάτες, αντί να τελειώσουν την Οδοντιατρική.
Αντίθετα, θα συμφωνήσω υπέρ των πράξεων συμμετρίας και θα συμμεριστώ το σύνθημα «βία στη βία της εξουσίας», εφόσον αυτό υπόσχεται τάξη και αρμονία, δικαιοσύνη και ελευθερία, και όλα τα καλά, στον κόσμο των ανθρώπων.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, την πολλά υποσχόμενη συμμετρικότητα αυτού του συνθήματος στην πράξη.
Ο καταγωγικός προσδιορισμός της εξουσίας και το κατά πόσο αυτή επιβλήθηκε στους ανθρώπους από έξω (από κάποιον «καταραμένο όφη») ή υπήρξε προϊόν των ίδιων των ανθρώπων, μπορεί να μας εμπλέξει σε φιλοσοφικά ερωτήματα, του είδους αν έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα, που δεν είναι επί του παρόντος.
Ας μείνουμε στην «εξουσία» που ο πολύς κόσμος καταλαβαίνει ως τέτοια, δηλαδή μία κατάσταση ισχύος στην οποία βρίσκονται κάποιοι, είτε ως «λειτουργοί» της εξουσίας - όταν η εξουσία είναι δημόσια -, είτε ως ιδιοκτήτες της εξουσίας - όταν η εξουσία είναι μεν ιδιωτικής φύσεως, αλλά δημόσιας χρήσεως, (όπως όταν κάποιοι ιδιώτες έχουν στα χέρια τους τόσο μεγάλη ισχύ, που να επιβάλλονται στους υπόλοιπους, χωρίς να χρειάζονται κάποιο δημόσιο λειτούργημα).
Σε αυτές τις δύο χονδρικές μορφές εξουσίας, τη δημόσια και την ιδιωτικο-δημόσια, μπορούμε να παραθέσουμε μια σειρά από άλλες εξουσίες, κάθε φύσεως (από την εξουσία του γονιού πάνω στα παιδιά του, μέχρι της γκόμενας πάνω στον καψούρη της), αλλά θα μείνουμε σε αυτές τις δυο, μιας και το θέμα μας είναι η πολιτική βία, αυτή δηλαδή που ασκείται δημόσια.
Η ανάγκη συμμετρικού και αποτελεσματικού χτυπήματος στη βία της εξουσίας μάς αναγκάζει επίσης να είμαστε σύγχρονοι, να την εντοπίσουμε στη σημερινή εποχή, όπως αυτή, δηλαδή, μας «βιάζει» σήμερα και όχι όπως μας παλούκωνε επί τουρκοκρατίας ή μας έριχνε στα μπουντρούμια της ΕΑΤ/ΕΣΑ επί δικτατορίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι πολλοί από τους αντι-βιαστές αντιδρούν με καθυστερημένα αντανακλαστικά στην αλλαγή των εποχών και φέρονται ακόμη ως «ηρωικοί έγκλειστοι του Πολυτεχνείου», χωρίς να είναι πλέον περικυκλωμένοι από τανκς, αλλά από τις μποτιλιαρισμένες Πατησίων και Στουρνάρη.
Σήμερα, στην Ελλάδα, συμβαίνει να έχουμε το συνταγματικά κατοχυρωμένο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με όποιον ατελή τρόπο και αν αυτό λειτουργεί, παραμένει μια μορφή δημοκρατίας, η οποία διαφέρει ριζικά από τη δικτατορία, τη βασιλεία, τη φεουδαρχία κι άλλα αυταρχικά πολιτεύματα, που μαθαίνουμε στο σχολείο.
Στη κοινοβουλευτική δημοκρατία, οι δημόσιοι λειτουργοί της εξουσίας εκλέγονται από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων ή διορίζονται από τους εκλέκτορές της. Δεδομένου ότι και το ίδιο το σύνταγμα θα μπορούσε να αλλάξει, αν συμφωνούσαν τα δύο τρίτα των εκλεκτόρων, είναι εμφανές ότι η φύση της δημόσιας εξουσίας, όπως εφαρμόζεται στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, αποφασίζεται από την πλειοψηφία του λαού.
Ανάλογα, η βία που αυτή η εξουσία χρησιμοποιεί, για να επιβάλλει τις αποφάσεις της έχει τη σιωπηρή ή φωναχτή συγκατάθεση των πολλών, οι οποίοι κρίνουν τις πράξεις των δημόσιων εξουσιαστών τους και αποφασίζουν ανά τετραετία αν θα τους αλλάξουν ή αν θα τους κρατήσουν, και τι λογιών εξουσία επιθυμούν. Μυαλό έχουν και κρίνουν.
Μπορεί οι αποφάσεις της πλειοψηφίας να μη μας αρέσουν και να θεωρούμε την κρίση των πολλών καθοδηγημένη, ενώ αυτούς τους ίδιους ανόητους, αλλά, αυτοί τελικά αποφασίζουν, άρα αυτοί – οι πολλοί – είναι οι υπεύθυνοι για τη μορφή της δημόσιας εξουσίας σήμερα και της όποιας βίας αυτή χρησιμοποιεί.
Τώρα προκύπτει το εξής ερώτημα. Αν η βία της σημερινής εξουσίας μας ενοχλεί, τότε ποιους πρέπει να δείρουμε για αυτό; Αυτούς που την ασκούν ή αυτούς που τους εκλέγουν για να την ασκούν; Αν χτυπήσουμε τους πρώτους, οι άλλοι, απλά, θα τους αντικαταστήσουν. Άρα, πρέπει να στοχεύσουμε στους πολλούς, για να καταφέρουμε συμμετρικό χτύπημα στη βία της εξουσίας. Πώς όμως θα τους αντι-βιάσουμε όλους αυτούς;
Κανονικά, για να είμαστε συμμετρικοί, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια μέσα βίας που χρησιμοποιεί η εξουσία της πλειοψηφίας, δηλαδή, την αστυνομία και τη φυλακή. Οπότε, πρέπει να τους συλλάβουμε όλους και να τους κλείσουμε μέσα για βλακεία, ας πούμε, αφού οι ανόητες αποφάσεις τους βιάζουν την ύπαρξή μας, με το να εκλέγουν τους εξουσιαστές που εκλέγουν.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, η μόνη αντι-βία στη βία της εξουσίας που στέκει σήμερα, είναι οι μαζικές συλλήψεις. Δεν ξέρω, βέβαια, πόσο πρακτικό θα ήταν κάτι τέτοιο. Πιθανόν πιο λογικό θα ήταν συνομιλήσουμε με τους πολλούς και να πείσουμε κάποιους από αυτούς για μια άλλη μορφή διακυβέρνησης, που δεν θα βασίζεται στη βία της εξουσίας, ας πούμε.
Το να πείσεις τον κόσμο υπέρ μιας ελευθεριακής κοινωνίας είναι για κάποιο λόγο τόσο δύσκολο που μοιάζει ακατόρθωτο και σχεδόν ουτοπικό, αλλά τουλάχιστον δεν είναι παρανοϊκό, όπως παρανοϊκά είναι τα τυφλά χτυπήματα ενάντια στους μπάτσους, ακόμη και οι εν ψυχρώ δολοφονίες τους, από κάποιους αντι-βιαστές, που νομίζουν ότι «καθαρίζοντας» δύο τρία «γουρούνια» (μπάτσους ή άλλους) θα αλλάξουν τον κόσμο.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, τη μόνη πρακτική δυνατότητα που έχουμε στην εποχή μας για να αλλάξουμε τον κόσμο είναι η πειθώ. Αυτήν τη δυνατότητα χρησιμοποιούν συστηματικά οι άλλοι εξουσιαστές, οι ιδιωτικο-δημόσιοι, για να πείθουν τους πολλούς, ώστε να ψηφίζουν υπέρ των δικών τους συμφερόντων. Το καταφέρνουν εύκολα, ελέγχοντας τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας( ΜΜΕ), που είναι το κλειδί της κοινής γνώμης σήμερα, άρα το κλειδί της ισχύουσας δημοκρατίας.
Τα ΜΜΕ αποτελούν από μόνα τους μια «τέταρτη εξουσία», στην οποία είναι πλέον υπόλογες και οι τρεις εξουσίες, στις οποίες υποδιαιρείται η δημόσια εξουσία (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική). Τα ΜΜΕ έχουν αναδειχθεί στην εποχή μας στην εξουσία των εξουσιών κι έτσι κρατούν τα σκήπτρα της βίας της κάθε εξουσίας, ακόμη και τα σκήπτρα της ίδιας της αντι-βίας.
Οι αντι-βιαστές, με τα καψίματα, τα σπασίματα και τις δολοφονίες τους, παίζουν πρόθυμα το παιχνίδι των ΜΜΕ, και αυτά το δικό τους. Οι αντι-βιαστές διαφημίζουν δωρεάν τις εκδηλώσεις τους στα ΜΜΕ, ενώ παράλληλα τα τροφοδοτούν με το βίαιο θέαμα που αυτά έχουν ανάγκη για τα πρωτοσέλιδά τους και για τις έκτακτες συνδέσεις τους. Οι δύο μαζί σκορπίζουν τον τρόμο στους πολλούς, κάνοντάς τους ακόμη πιο πειθήνιους στις επιταγές του κατεστημένου.
Ειδικά τώρα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και της διάλυσης που αυτή απειλεί να φέρει στην κοινωνία, το κατεστημένο φαντάζει στον κόσμο η μόνη ρεαλιστική πολιτική δυνατότητα και μάλιστα σύγχρονη, συγκρινόμενη με τα παλαιολιθικά συνθήματα της αριστεράς. Ο φόβος της διάλυσης, που συσπειρώνει τους πολλούς γύρω από τους εξουσιαστές τους, επιτείνεται, εντωμεταξύ, από τα «αναρχικά έκτροπα» και την αριστερίστικη «τρομοκρατία», που πρόθυμα παρέχουν στα ΜΜΕ οι ματαιόδοξοι αντι-βιαστές, που φτάνουν ακόμη και να σκοτώσουν για να δημοσιευθεί μια μπροσούρα τους. Τόση φαντασία έχουν.
«Η φαντασία στην εξουσία» είναι ένα άλλο παλιό σύνθημα, που λίγοι όμως κατάλαβαν, αφού θέλει φαντασία να το καταλάβεις, ενώ το «βία στη βία της εξουσίας» φαίνεται να μην τη χρειάζεται. Το να χτυπάς τους μπάτσους ενώ θέλεις να χτυπήσεις την εξουσία, δεν θέλει και πολύ φαντασία. Μάλλον σημαίνει την παντελή έλλειψη φαντασίας, που μαζί με άλλες διανοητικές ελλείψεις, μαζί με την αμορφωσιά, την ασχετοσύνη και τα μετεφηβικά αδιέξοδα, καλλιεργούν το έδαφος για να ξεφυτρώνουν κάθε λίγο και λιγάκι καινούργιοι αντι-βιαστές, όλο και πιο βίαιοι, όλο και πιο απολίτικοι.
Η πολιτική αντι-βία για να είναι πολιτική και συμμετρική, ώστε να εξουδετερώσει τη βία της εξουσίας, πληρώνοντάς την με το ίδιο νόμισμα, θα πρέπει να τη χτυπήσει εκεί όπου αυτή εδράζεται σήμερα, δηλαδή στα ΜΜΕ. Προσοχή, αυτό δεν σημαίνει να πυροβολούμε δημοσιογράφους. Όπως είπαμε, θέλει λίγη φαντασία. Θέλει να βρούμε τρόπους διάδοσης εναλλακτικών ΜΜΕ, ώστε να αναπτύξουμε δικούς μας τρόπους επικοινωνίας και διαλόγου με τους πολλούς, για να τους πείσουμε για την εναλλακτική μας πρόταση (αν έχουμε).
Αντί να σκοτώνουμε, να σπάμε και να καίμε για να μας παίξουν τα κανάλια των εξουσιαστών, θα πρέπει να κάνουμε τα δικά μας κανάλια, τα δικά μας δίκτυα. Έτσι, θα χτυπήσουμε τα μέσα τους με τα μέσα μας και τη βία τους με την δική μας πολιτική αντι-βία, αρκεί να είναι πραγματικά αντι-βίαιη και πραγματικά πολιτική, δηλαδή, να προέρχεται από πολιτική σκέψη και να έχει πολιτική πρόταση.
Τότε, ναι, το «βία στη βία της εξουσίας» μπορεί να μας οδηγήσει κάπου. Τότε, ναι, η οργή μας για το καθεστώς μπορεί και να το γκρεμίσει. Τότε, ναι, από τη χρεωκοπία του μεταπολιτευτικού κατεστημένου, υπάρχει περίπτωση να βγούμε κερδισμένοι.
Tuesday, April 5, 2011
Έχετε γεια βρυσούλες ή αποχαιρετισμός στην Ελλάδα
Αφού βγήκαν διάφοροι και είπαν τα δικά τους για την «κρίση» στην Ελλάδα, ήρθε η ώρα να πω κι εγώ τη δική μου εξυπνάδα, για να μην πάει η άμοιρη μητέρα-πατρίδα αδιάβαστη από ένα ακόμη ένδοξο τέκνο της, αφού όλα δείχνουν ότι αυτό ήταν, τα κακάρωσε.
Saturday, March 12, 2011
για τη μόδα που επικρατεί στο σινεμά τέχνης και όχι μόνο
Επειδή συχνά νιώθω μόνος στις διαπιστώσεις μου για τον χώρο του κινηματογράφου, χαίρομαι όταν ακούω κάποιον να τις μοιράζεται, από έναν άλλο χώρο, παραπλήσιο, όπως του θεάτρου.
Ακολουθούν αποσπάσματα από την οµιλία του Λετονού σκηνοθέτη Αλβις Χερµάνις στο 24ο συνέδριο της ∆ιεθνούς Ένωσης Κριτικών Θεάτρου στη Σόφια, το 2008, όπως τα αναδημοσίευσε ο Σαρηγιάννης στα Νέα:
«Ενας από τους λόγους που δέχτηκα να µιλήσω στο αποψινό κοινό ήταν η πεποίθησή µου ότι οι κριτικοί είναι εν πολλοίς υπεύθυνοι για την καλλιέργεια της επιθετικότητας στο θέατρο. Αυτό συµβαίνει επειδή πολλοί σκηνοθέτες δεν έχουν την απαιτούµενη ανεξαρτησία άποψης και το µόνο που κάνουν είναι να ακολουθούν τον συρµό. Και ο συρµός δηµιουργείται από τους κριτικούς των παραστάσεων. Κι εσείς είστε αυτοί που επινοήσατε την εξίσωση “σκανδαλώδης σκηνοθεσία” ίσον “επιτυχηµένος σκηνοθέτης”. Πώς αλλιώς µπορεί να κερδίσει κανείς την εύνοιά σας; Πώς να προκαλέσει την προσοχή σας αυτός ο δύστυχος ο σκηνοθέτης;
Αναµφισβήτητα, το δυσκολότερο πράγµα είναι να κάνεις θέατρο µε θετικό µήνυµα. Οι γερµανοί κριτικοί το αποκαλούν υποτιµητικά “θέατρο αναψυχής”. Και το δυσκολότερο εγχείρηµα είναι να κάνεις µια παράσταση σχετικά µε υγιείς, αρµονικούς και ευτυχισµένους ανθρώπους. Τεχνικά, είναι ένα εγχείρηµα που απαιτεί τον ύψιστο βαθµό επιδεξιότητας».
Προσυπογράφω και προσθέτω ότι, εκτός από τους κριτικούς, τις μόδες (συρμούς) τις δημιουργούν όλοι αυτοί που συμμετέχουν σε διάφορες επιτροπές (προκριματικές σε φεστιβάλ, κριτικές, χρηματοδοτικές, κλπ.) που επιλέγουν με παρόμοια κριτήρια, έτσι που φτάνει να βλέπεις ολόκληρη Μπερλινάλε μέσα στη δηθενιά, στην αρνητική κριτική και στο "πειραγμένο", όπου οτιδήποτε "πειραγμένο" είναι και καλλιτεχνικό, ενώ οτιδήποτε απλό και ανθρώπινο είναι αδιάφορο.
Monday, February 28, 2011
Thursday, February 10, 2011
το πρόβλημα βρίσκεται στο πολύ
Το πρόβλημα βρίσκεται στη διάθεση του πλεονάσματός μας. Τι θα κάνουμε όλη αυτή την ενέργεια που υπάρχει μέσα μας και θέλει να βγει προς τα έξω, να μεταφραστεί σε έργο, να πραγματοποιηθεί και να πραγματοποιήσει, να εκφραστεί και να «μεγαλουργήσει».
Αντί να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό το πρόβλημα, το πρόβλημα της μεγιστο-ποίησης, μέσω της διάθεσης του πλεονάσματος μας, συνεχίζουμε να θέτουμε σαν κέντρο της προβληματικής μας το ελάχιστο και την εξασφάλισή του.
Αυτό συνεπάγεται μια ατελείωτη γκρίνια, η οποία προκύπτει από την αμυντική, παθητική και τελικά αρνητική στάση απέναντι στο γίγνεσθαι, το οποίο μας ωθεί μπροστά – στο μέγιστο – ενώ εμείς κοιτάμε πίσω – στο ελάχιστο. Σαν να έχουμε ξεμείνει σε άλλες εποχές, που οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα – το ελάχιστο που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει, (το οποίο, όμως, όταν δεν το έχει, είναι για αυτόν το μέγιστο - μόνο που για εμάς πια δεν είναι).
Πρόκειται για μια μεγάλη καθυστέρηση της αντίληψης αυτού που συμβαίνει τώρα, λόγω της παγίδευσης της σκέψης σε παρελθόντα και ξεπερασμένα αντιληπτικά σχήματα. Έτσι, αυτό που θεωρείται πρωτοπορία (ή θεωρούταν) – όπως, η αριστερή πολιτική σκέψη, οι διάφορες κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές σχολές ή οι «ρηξικέλευθες» καλλιτεχνικές προτάσεις-, συνεχίζουν να ποντάρουν με αξιοσημείωτο μαζοχισμό στο κλάμα και στον οδυρμό, στην καταστροφή και στη διάλυση (ή αποδόμηση).
Οι αποκαλούμενες "πρωτοπορίες" κάνουν σημαία ό,τι προβληματικό υπάρχει, (όπως υπάρχει ακόμη και πείνα, σε μερικά μέρη), καθηλώνοντάς μας στο πρόβλημα, αντί να μας ωθούν στη λύση. Ένα ξεφύλλισμα του καταλόγου των ταινιών, για παράδειγμα, της Μπερλινάλε, αρκεί να καταλάβεις ότι η προκρινόμενη θεματική είναι αυτή που σπεκουλάρει πάνω σε σε ό,τι πιο "μαύρο" υπάρχει.
Όχι ότι πρέπει να αγνοούμε τις ανάγκες του ελάχιστου και τα δράματά του, αλλά δεν μπορεί αυτό να αποτελεί στόχο μας και να απορροφά όλη μας την προσοχή, πέρα από αυτή που χρειάζεται για την πρόνοια και τη φροντίδα του.
Στόχος σημαίνει κατεύθυνση και εστίαση. Δεν γίνεται να εστιάζουμε στο λίγο, διότι έτσι μας διαφεύγει το πολύ. Βάζοντας ως στόχο την πείνα, ας πούμε, ή τις διάφορες ταλαιπωρημένες μειονότητες, μας διαφεύγει η κρισιμότητα της κατάστασης του περισσότερου κόσμου, που ασφυκτιεί από τη στενότητα των μέσων διάθεσης του πλεονάσμάτός του, ενώ αυτό μέσα του πλημμυρίζει.
Τα ψυχολογικά προβλήματα - που προκύπτουν από αυτήν την αναντιστοιχία του μέσα και του έξω - και ακυρώνουν ζωές, είναι η "νέα πείνα" που φωνάζει, αλλά εμείς δεν της δίνουμε προσοχή, αποκρύβοντάς την πίσω από πόρτες ψυχολόγων, ξαπλώνοντας τη σε καναπέδες ψυχαναλυτών, στέλνοντας τη σε θεραπευτικά κέντρα ή άσραμ της Ινδίας και στο τέλος, όταν τίποτε από αυτά δεν βοηθάει, την αποστομώνουμε με ψυχοτρόπα φάρμακα και «ουσίες».
Η βουβή οδύνη του ατόμου σήμερα (και πάντα) προέρχεται από την ανάγκη του για χαρά και όχι από την έφεσή του στον πόνο. Η σπέκουλα πάνω στον πόνο και στη μιζέρια μπορεί να χειροκροτείται από καλλιτεχνικές επιτροπές, κλειστές συνεδριάσεις και περιθωριακά κινήματα, αλλά αφήνει τον κόσμο αδιάφορο και μόνο, έρμαιο του «φτηνού» θετικισμού του αμερικάνικου καπιταλισμού και των συνταγογραφημένων χάπυ εντ του Χόλιγουντ.
Αν θέλουμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες του κόσμου μας και του εαυτού μας - ως αναπόσπαστο μέρος του κόσμου που ζούμε - χρειάζεται επειγόντως μια «αλλαγή γωνίας» στον τρόπο θέασης των πραγμάτων, και αντί να κοιτάμε προς τα πίσω (στο ελάχιστο, στο κατώτερο, στο αρνητικό), να κοιτάμε προς τα μπροστά, (στο μέγιστο, στο ανώτερο, στο θετικό), ψάχνοντας τον τρόπο που το πλεόνασμα ενέργειας που διαθέτουμε να μπορέσει να γίνει έργο.